Βικιπαίδεια:Γραμματικήν

Ασό Βικιπαίδεια

Αυτή είναι η γραμματική της ποντιακής γλώσσας σε μια περιληπτική απλουστευμένη μορφή. Θα πρέπει να συμπληρωθεί και να βελτιωθεί σταδιακά και από άλλους χρήστες.--Κώτσον 08:41, 9 Σταυρί 2009 (UTC)

Δες και Βικιπαίδεια:Λεχτικόν


(σ, ζ, χ, ψ, ξ, τσ, τζ = παχιά συριστικά σύμφωνα, α, ο = ενδιάμεσα ή συνηρημένα φωνήεντα).

1. Η Ποντιακή διαφέρει από τη Νεοελληνική ως προς τα παχιά συριστικά σύμφωνα σ, ζ, χ, ψ, ξ, τσ, τζ και τα συνηρημένα φωνήεντα α, ο. Το σκ μπροστά από ε ή ι προφέρεται σκ και το χ μπροστά από ε, ι προφέρεται σ. Τα α και ο προέρχονται από συνίζηση των ια, εα, ιο, εο, όταν δεν τονίζεται το πρώτο φωνήεν, είτε βρίσκονται συνεχόμενα στην ίδια λέξη είτε βρίσκονται στο τέλος μιας λέξης και στην αρχή μιας άλλης: π.χ. Σον Κερασινόν γεμίσα, ας σην κορφήν ους τα νύχα, Αεργίτες ους να βγαίν’ σην σισέν ρακίν εμπαίν’ , Δύο ακονισμένα μαχαίρα σ’ έναν θεκάρ’ ‘κι γίνταν, Θωρέαν έχ’ ευλοϊάν ‘κ’ έχ , Εέντον τη καλατζής, Ατού σα μέσα σ’ τα λεγνά τα χέρα μ’ θα τυλίζω, Η Αθηνά και σύρ’ ατον ας σα ξανθά μαλλία.

2. Αποβολές φθόγγων: Αποβάλλονται συνήθως τα άτονα - ι , - ου, πριν και μετά από τονιζόμενη συλλαβή, αλλά και άλλα φωνήεντα: π.χ. Έσαν ευχαριστεμέν’ ν’ αποθαν’νε εκεί, Να μην διαβαίν’νε, Καρίπ’ και ψωμίν να μην τρώγ’νε. Αποβάλλονται και σύμφωνα ανάμεσα σε φωνήεντα ή στην αρχή της λέξης: π.χ. Ψύχος θα έν’, μη φοάσαι, Με τα χτήνα με τα πρόατα, Επέγ’ναν οι συενοί, οι φίλ’ . Στη θέση του αποβαλλόμενου φωνήεντος μπαίνει απόστροφος, το ίδιο γίνεται και στη θέση αποβαλλόμενου αρχικού συμφώνου. Όταν στη θέση του αποβαλλόμενου φωνήεντος αναπτύσσεται σύμφωνο (συνήθως το τ μετά τα ένρινα μ,ν και τα υγρά λ,ρ) δεν μπαίνει απόστροφος: π.χ. Καλαντάρ’ς καληχρονία, κόρ’ έλα ας φιλούμε μίαν, Και Κουντούρ’ έρθεν ο κρύον, ναϊλί εκείνον π’ έχ’ τον βίον, Μάρτς τελέν’ την εσοδείαν, όλ’ εντώκαν σα χαρτία, Τη Θερ’νού η εσοδεία, τη κοσμί’ έν’ ευλοΐα, Σον Σταυρίτεν άμα σπέρτς, έναν βάλτς και δέκα παίρτς, Τη Παναΐας το ζωνάρ’ , Τ’ άγρια τα μουχτερά τα ραχία ημερών’νε.

3. Ανάπτυξη ευφωνικού -ι, -ν και παρασιτικού . Συχνά στην ποίηση αναπτύσσονται ως ευφωνικοί φθόγγοι το και το , που γράφονται σε αυτήν την περίπτωση με παύλα. Πολλές φορές αναπτύσσεται και το παρασιτικό σε θέσεις όπου δε δικαιολογείται: π.χ. Η Σάρρα και -ν ας ση χαράν, Ταράζει -ν η καρδία, Ας σο καρδόπο μ’ έβγαισες κι επήες σο καλόν –ι / τσεχέλ’κον έσ’νε ‘κ’ έξερες τσ’ εγάπ’ς το μυστικόν –ι, Τη μάνας ιμ’, Απάν’ ιμ’ , Θείος ιμ’.

4. Το αρχαίο ελληνικό προφέρεται και γράφεται στις ποντιακές λέξεις όχι στις νεότερες: π.χ. νύφε αντί νύφη, κλέφτες αντί κλέφτης, έτον αντί ήτο, αγαπηθέτε αντί αγαπηθείτε < αγαπηθήτε, κοιμεθέτε αντί κοιμηθείτε < κοιμηθήτε , Έρθεν σα ήμαρτα, Που ‘κι τερεί όντες κάθεται, Γαμπρός υιός ‘κι ‘΄ινεται και νύφε θαγατέρα, Το κάστανον εξέβεν ας σο τζέπλιν αθε .

5. Τα μπ,ντ,γκ γράφονται και προφέρονται, κυρίως σε ξένες λέξεις, π,τ,κ: π.χ. Με τ’ έναν ρακόπον ντ’ έπιες παχτσέδες ελέπ’ς και ταούλια ακούς, Και την οτάν ντο κείσαι .

6. Ευρεία χρήση του τελικού –ν και ανάπτυξή του σε θέσεις που δε δικαιολογείται: π.χ. Έρθεν κ’ ερούξεν σ’ έναν οσπίτ’ απέσ’ .

7. Μετατροπή του συμφωνικού συμπλέγματος σφ σε σπ: π.χ. Η πεθερά τ’ς πα έτον ολίγον σπιχτέσα, Κάποιος σπίγγ’ την γούλαν ατ’ , Άμα εσπίχκουτον κ’ έλεεν, Έσ’κωσεν την φοτάν ατ’ς να σπογγίεται .

8. Το γ ανάμεσα σε φωνήεντα δεν προφέρεται και δε γράφεται ή προφέρεται απαλά: π.χ. να έχετεν ύαν και ευλοΐαν .

9. Ανάπτυξη αρχικού φωνήεντος ή αλλαγή αρχικού φωνήεντος: Έναν πουλίν καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλιν, Εφτωχοί κάποτ’ επέγ’ναν σην ξενιτείαν κ’ εφόρ’ναν κι άλλο καλλίον .

10. Διατήρηση του ιωνικού σ, αντί του τ: κοσσάρα αντί κότα, σεύτελον αντί τεύτλον.

11. Διατήρηση του ω σε περιπτώσεις που η κοινή νεοελληνική το έχει μετατρέψει σε ου: ζωμίν αντί ζουμί, ρωθώνι αντί ρουθούνι, κωδώνι αντί κουδούνι.

12. Διατήρηση του ιωνικού ουκί, αντί του αττικού ουχί ή του νεοελληνικού δεν, με μετατροπή του, μετά από αφαίρεση της πρώτης συλλαβής, σε ''κι: κι θέλω, 'κι τρώγω.

13. Το φωνητικό αλφάβητο έχει 20 γράμματα, πέντε φωνήεντα α,ε,ι,ο,υ και 15 σύμφωνα, δεν έχει τα ξ, ψ, στη θέση τους χρησιμοποιεί κσ ,πσ. Εμείς χρησιμοποιούμε την ιστορική ορθογραφία με τα 24 γράμματα και υπογράμμιση στα διαφέροντα σύμφωνα και φωνήεντα, γιατί είναι τελικά η πιο απλή από όλες τις σχετικές προτάσεις που έχουν γίνει. Τα ενδιάμεσα φωνήεντα α , ο συνήθως δηλώνονται από άλλους με δύο τελείες κάτω από το γράμμα και τα παχιά σύμφωνα σ, ζ, χ, ψ, ξ, τσ, τζ με το σημείο της βραχύτητας επάνω από το γράμμα.

Τονισμός λέξεων[επεξεργασία κώδικα]

Δεν τονίζονται οι μονοσύλλαβες λέξεις εκτός από το ερωτηματικό ντό, το διαζευκτικό γιά…γιά και το συμπλεκτικό νέ…νέ. Οι δισύλλαβες λέξεις που γίνονται μονοσύλλαβες μετά από αποκοπή διατηρούν τον τόνο. Στην προπροπαραλήγουσα ανεβαίνει ο τόνος σε κλητικές, στη συλλαβική αύξηση των ρηματικών τύπων, σε ρήματα των οποίων προηγείται ερωτηματικό ντο με έκθλιψη και στα θηλυκά των επιθέτων σε –εσα: π.χ. Νε ποπά, Κώνσταντινε, Έκαιγαμε , Ετίμαναμε, Ντ’ έποικες έμορφεσα .

Η ποντιακή διάλεκτος διέσωσε μέχρι σήμερα μεγάλο πλήθος αρχαίων ελληνικών λέξεων όπως: βοτρύδιν < βότρυς (τσαμπί), λιμός < λιμός (πείνα), στούδιν < οστούν (κόκκαλο), ωβόν < ωόν (αυγό), ωτίν < ους, ωτός (αυτί), έγκα < ήνεγκα (έφερα), τ' εμόν < το εμόν, τ' εμέτερον <το ημέτερον, βάλον < βάλον (βάλε)

Τά άρθρα ο, η, οι της ονομαστικής δε χρησιμοποιούνται συνήθως μπροστά από φωνήεν αλλά μερικές φορές και από σύμφωνο: π.χ. Απόψ’ αδελφό μ’ επέθανεν, Η μάνα μ’ είπεν Αλευράς, . Στη γενική ενικού και των τριών γενών χρησιμοποιούνται συχνά τα άρθρα τη, τση, ή τ’ , τσ’ , στη γενική πληθυντικού και των τριών γενών το άρθρο τη , τ’ και στην αιτιατική πληθυντικού αρσενικού και θηλυκού τα άρθρα τοι , τσοι τ’ , τσ’ : π.χ. Αδελφός ιμ’ , Καλομάνα μ’ .

Κανονικό πληθυντικό στο γένος τους σχηματίζουν μόνο τα ουσιαστικά που δηλώνουν έμψυχα λογικά όντα, όλα τα άλλα σχηματίζουν ουδέτερο πληθυντικό: π.χ. Μοιρολογούν τα εγκλησιάς, κλαίγ’νε τα μοναστήρα, Η ψη σ’ είν’ τα καβγάδας, Τα κοσάρας ιμ ωβάζ’νε σα καφούλα. Τα ουσιαστικά από άλλες γλώσσες γίνονται γένους ουδετέρου στα ποντιακά όσα τελειώνουν σε σύμφωνο ή σε , και γένους θηλυκού τα άψυχα που λήγουν σε –α, ή –ε.

Α΄ κλίση ουσιαστικών: ο άντρας, τη αντρού, τον άντρα, οι αντρούδες, τη αντρουδίων, τοι αντρούδες / ο κλέφτες, τη κλέφτε, τον κλέφτεν, οι κλεφτάντ’, τη κλεφταντίων, τοι κλεφτάντ’ς / η νύφε, τη νύφες, την νύφεν, οι νυφάδες, τη νυφαδίων, τοι νυφάδες / η κοσάρα, τα κοσάρας, τη κοσαρίων.

Β΄ κλίση ουσιαστικών: τα αρσενικά σε -ος σχηματίζουν την ονομαστική σε –ον, όταν είναι έναρθρα. ο άθρωπον, τη αθρωπί, τον άθρωπον, οι αθρώπ’, τη αθρωπίων, τοι αθρώπ’ς / το χωρίον, τη χωρίονος, το χωρίον, τα χωρία, τη χωρίων, τα χωρία / το παιδίν, τη παιδί, το παιδίν, τα παιδία, τη παιδίων, τα παιδία.

Γ΄ κλίση ουσιαστικών: έχει μόνο ουδέτερα: το γάλαν, τη γαλατί, το γάλαν, τα γάλ’τα, τη γαλατίων, τα γάλ’ τα / το μέλιν, τη μελί, το μέλιν, τα μέλια, τη μελίων, τα μέλια.

άσπρος, άσπρεσα, άσπρον / άλαλος, άλαλεσα ή άλαλος, άλαλον / αγαπέσιμος, αγαπέσιμος, αγαπέσιμον / ανοιχτομάτ’ς, ανοιχτομάταινα, ανοιχτομάτ’κον / οκνέας, οκναρία, οκνάριν ή οκνάρικον / σεβταλής, σεβταλήσα, σεβταλίν / εντροπιάρης, εντροπαρία, εντροπιάρ’κον / γουλέας, γουλαρία, γουλάριν ή γουλάρ’κον / βαρύς, βαρέσα, βαρύ / έμορφος, κι άλλο έμορφος, πολλά έμορφος ή τσιπ έμορφος: π.χ. ας σε μεν καλλίων εν’, Ας όλτς καλλίον είμαι, Μαναχοκόρτς και λαλαχού και καλομαθεμέντσα, Α! την νέισαν την Ελέν’ θέλτς. Διατηρούνται τα αρχαία ελληνικά θηλυκά επίθέτα σε -ος αντί σε : η άλαλος αντί η άλαλη, η έμορφος αντί η όμορφη.Ο επιθετικός προσδιορισμός σε θηλυκό άψυχο ουσιαστικό μπαίνει συνήθως έναρθρος σε ουδέτερο γένος και ακολουθεί το άψυχο θηλυκό ουσιαστικό με άρθρο: το Μαύρον η Θάλασσα. Το αντίστοιχο κατηγορούμενο ή ο αντίστοιχος κατηγορηματικός προσδιορισμός εκφέρεται συνήθως όμοια αλλά χωρίς άρθρο: Ο Εύξεινον ο Πόντον έν' μαύρον θάλασσα.

Αρσενικό και θηλυκό: εις, είνας, ένας, εινός, είνονος, ενός, είναν, έναν. Ουδέτερο: ένα (ν), εινός, είνονος, ενός, έναν.

εγώ, ογώ, μου, μ’ , με, εμέναν, εμέν, εμείς, εμείστεν, εμείστουν, εμούν, εμάς, μας, εσύ, σου, σ’, σε, εσέν, εσέναν, εσείς, εσείν, εσείστουν, εσείστεν, εσούν, εσάς, σας, ατός, ατού, ατ’, ατόν, ατόναν, ατείν, ατούν, εκουν, ατούς, ατουνούς, ατείνους, ατείντζ, ατέ, ατής, ατές, ατ’ς, ατό, έθε, άθε, άθες, άχτε, άχτες, άχτερ / τ’ εμόν, μον, τ’εμά, μα, τ’εμέτερον, τ’εμέτερα, τ’εσόν, σον, τ’ εσά ,σα, τ’εσέτερον, τ’εσέτερα, τ’ατουνού, τ’ατεινές, τ’ατεινθεΐ, τ’ατεινέτερον, τ’ατεινέτερα / ο νιαυτός ιμ’, ο νιαυτός ισ’, ο νιαυτός ατ’ / εγώ εμέν, εσύ εσέν, ατός ατόν, εκείνος εκείνον, εμείς εμάς, εσείς εσάς, εκείν’ εκείντζ’ / τ’ έναν τ’ άλλο. Σύντομοι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας ο, α: π.χ. εξέγκεν α οξουκά είδεν α κ’εχπαράεν, Εείνος ατώρα θέλ’ να παίρ’ α , Εξέγκα ο οξουκά, Υίαν και καληχρονίαν σ’ οσπίτ’ν εσουν, Θα φουρκίζω εγώ εμέν, Ήνταν έλεπες και ήνταν έκουες, Τ’ εμόν το κιφάλ’ πολλά ετρίφτεν, Και σ’ άλλον το φτερόν αθε, Η ψη ατ’ς εσύρνεν να τρώει τ’ έναν και τ’ άλλο, Επάρθαν τα κλειδία θε, Το ψόπον εθε έτον π’ επέταξεν, Και σο ταφίν εμούν απάν’, εσύ μοιρολογάς μας, Πέ ατα σ’ εμέτερον την γλώσσαν, Σίτα εκλώσκουμ’ νε έλεγα εγώ εμέν, Άμα ξάν’ τιδέν ‘κ’ εγέντον, Εκατήβεν Ηρακλής μετ’ εκείνεν .

Παθητικός ενεστώτας σε -ουμαι: π.χ. πορεύκουμαι, πορεύκεσαι, πορεύκεται, πορεύκουμες, πορεύκουστουν, πορεύκουνταν, Παρατατικός σε -ινα: π.χ. Εζήναν όλ’ το ίδιον ζωήν, Κι εθέλναν ν’ αποχωρίουν . Προσεχής μέλλοντας: Η πεθερά τ’ς έχ' κ’ έρ’ται, Εκόπαν τα συντελέας ατ’ς, έχ’ και λιγούται. Η έκφραση παρά λίγο να: ερούξεν έτον, εφουρκίεν έτον. Συλλαβική αύξηση ε- παίρνουν τα ρήματα που αρχίζουν από σύμφωνο ή από α-. Τα σύνθετα ρήματα παίρνουν εξωτερική και εσωτερική ή μόνο εξωτερική συλλαβική αύξηση: π.χ. Ατό κανείς ‘κ’ ενέγνωσεν. Είμαι, είσαι, ένι, έν’ , είμες, είμεστεν, είμεστουν, είστεν, είσν’νε, είστουν, είναι, είν’ , έμ’νε, έμουν, έσ’νε, έσουνε, έσ’ , έτον, έτουνε, έμ’νες, έμουνες, ήστουν, ήστενε, ήσαν. Κόφτω, κόφτ’ς, κόφτ’, κόφτομε, κόφτετε, κόφ’νε / τιμώ, τιμάς, τιμά, τιμούμε, τιμάτε, τιμούν / ετίμανα, ετίμανες, ετίμανε, ετίμαναμε, ετίμανατε, ετίμαναν / ετίμεσα, ετίμησες ετίμεσεν, ετίμεσαμεν, ετίμεσετε, ετίμεσαν . Κοιμούμαι, κοιμάσαι, κοιμάται, κοιμούμες, κοιμούσνε, κοιμούστουν, κοιμούνται / εκοιμούμ’νε, εκοιμούμ’, εκοιμούσ’νε, εκοιμούτον, εκοιμούμ’νες, εκοιμούστουν, εκοιμούνταν / εκοιμέθα, εκοιμέθες, εκοιμέθε, εκοιμέθαμεν, εκοιμέθετεν, εκοιμέθαν. Αφήνω, αφήντς, αφήν’, αφήνουμεν, αφήνετεν, αφήν’νε / ανοίγω, ανοίεις, ανοίς, ανοί, ανοίουμε, ανοίτε, ανοίγ’νε. Διατήρείται η κατάληξη της προστακτικής του αορίστου σε -σον,αντί : ποίσον < ποίησον αντί ποίησε, κόψον αντί κόψε. Διατηρείται η παθητική συνηρημένη κατάληξη -ούμαι < -οομαι της αρχαίας ελληνικής αντί της νεοεληνικής -ώνομαι: ελευθερούμαι < ελευθερώνομαι, κοιμούμαι αντί κοιμάμαι, φανερούμε αντί φανερώνομαι.

Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία κώδικα]

Μην κλαις Αγιάννε μου και δερνοκοπισκάσαι, Όλα εκείνε Θ’ εδιατάχκουτον, Εξέγκαν την τορπάν κ’ εσέγκαν απέσ’ την χαλβάν, Τερεί τ’οσπίτ’ όλον εσκουτούλτσεν, Μεσανυχτί’ εκαρκάριζες τα σκεύια, Εζύμωσα ενήβεν το ζυμάρ’, Ζατί εσέν νεράστα σε, Επέρεν βρούλαν Αχιλλεύς, εκάεν, εμανίεν, Κι ο κάστρεν εκρεμίεν, Πρώτα ώβασον κ’επεκεί κακάντσον, Επέγνεν ση Ρουσίαν κ’ έρχουτον, Επεδέβεν τοι γονέοις και το στέφανόν ατ΄, Όλα ένταν ήμπως έταν σιφτιάν, Το μωρόν ετσαπαλάεψεν, Γιούρα, δέβα κόψον εισιτήρια, ντ’ άναμεντς; Γεννίουμες κι ούλ’ χαίρουνταν, Μαναχέσα εργούντον, Τ’ ομμάτα τ’ς εχαντιλιάαν, εχπαράεν, ‘Κ’ εγούεψαν την ψην ατουν, Να δατάχκουμαι τοι τσοπάντς .

Αέτσ’ έν’, ρίζα μ’ αέτσ’ έν’ ,αέτσ’, άμον ντο λέγω, Καμίαν ‘κι γεράτεν, Αλλομίαν ας σο παραθύρ’ είδαν, Βίρα πίν’ το νερόν, Οι πλούσ’ εδούλευαν κι άλλο πολλά, Ας σο γιαζιλίν τασίν κι κάθεν, Και να ευρίουν σον τόπον τ’ εγεννέθαν, Εκείνα τα λόγια καμίαν ‘κι ανασπάλ’ ατα, Ξάι τον καιρόν ατ’ς ‘κ’ έχ’, Πουρνόν πουρνόν, Τερεί απάν’ τερεί αφκά, τερεί οπίσ’ και έμπρα, Άμα ο Θεόν πολλά ψηλά έτον, Έρθεν το μωρόν απαγκέσ’ σο νερόν, Πλαν κεικά ας σα χωρία μουν, Έναν ημέραν θα επένεν σην Άρδασσαν κεκά, Στέκ’νε καρσί καρσί, Ποίσον έναν ξάι κι άλλο υπομονήν, Δέβα στυχαρίασον την Παρθέναν τη Λαζάρ’, Άνοιξη έτον και πολλά κρύος πα ‘κ’ έτον, Τρία βραδάς έμ’νεν εκαικά, Τ’ άλλο επέναμε σα χαμούφτας, τ’ άλλο σα μομότσια .

Η πρόθεση σε με τα άρθρα τον, την, το, τους, τοι κ.ά. δίνει τους τύπους σον, σην, σο, σοι κ.ά, με αποβολή του τ. Το ίδιο γίνεται και με την πρόθεση ας που δίνει τύπους ας σον, ας σην, ας σο, ας ση κ.ά.: π.χ. Αδά σον κατακέφαλον, Έλα κάθ’κα σα γόνατα μ’ , Αφκά σο σπαρελόπο σου, Από παν’ ους κά, Κ’ επεκεί εκλώσκουσαν οπίσ’ , Επεΐ εγνώρτσα τοι τρανούς πα, Επολέμαγα να εδείκνυζα τεάμ’ τ’ έμαθα πολλά, Αντραδέλφ’σα τ’ς μετ’εκείνεν έναν στόμαν έταν .

Πασκίμ ντο ετέρεσα την ώραν, Γιόξα ν’ ευτάει υπομονήν, Ώσνα θ’ εμπαίν’ναν απέσ’, Αμόν ντ’ εσέβαν απέσ’, Άμον το θα πάνε θαφ’ ν ατον, Και σιτ’ επέγ΄ναν έπιναν’ ετραγώδ’ναν, Όντας έρχουτον κάποτε σειρά να λογοφέρκουμες, Γιαμ’ ‘κ’ εν’ καλά η μάνα σ;

Επιφωνήματα[επεξεργασία κώδικα]

Ναϊλί εμάς και βάι εμάς, Νασάν εσάς ψηλά ραχιά, Μώ την πλάση σ’ και την καρή σ’ , Νασάν την μάναν π’ έχ’ ατον, Αχά! έρτεν ερίφς, Βάι την μάναν, βάι την μάναν π’ είχεν τσοι οκτώ τσοι υιους και την Ερήν την κόρην, Έρθεν ο χρόνον δίσεχτον τα μήνας οργισμένα, Έικιτι χρόνα έικιτι βαχούτα, Άφεριν, Μαρία εγροίκσες κι εποίκες αΐκον κορίτσ’ .

Την κόρ’ την χιλεπλούμιγον, Σα χιλόμορφα πουλία, Ο χειμωγκόν εμέσαξεν χιονοκαπατεμένος, Ασπροκουκουλοσκέπαγα και μαυροκαρδισμένα, Τ’ αγιαζοφύσεμαν ξερόν σωστόν ανασμοκόφτης, Κι ήλεν πυκναράευτος, Καντηλογλυκοφώτιστα, Αγνιάρ’ φαΐν εμαέρεψεν υλιστοτανωμένον.

Προτίμηση στο μικροπερίοδο λόγο με κύριες προτάσεις. Οι προσωπικές αντωνυμίες μπαίνουν μετά το ρήμα σε πτώση αιτιατική είτε είναι άμεσα είτε είναι έμμεσα αντικείμενα. Το έμμεσο αντικείμενο μπαίνει σε πτώση αιτιατική: π.χ. Τ’ όνεμα σ’ χαρ’σον με. Οι επιθετικοί και κατηγορηματικοί προσδιορισμοί και τα κατηγορούμενα των ουσιαστικών που δηλώνουν μη λογικά όντα μπαίνουν σε ουδέτερο γένος: π.χ. Αούτ’ ο κόσμον ψεύτικον, Ξάι ‘κ’ εφάνθεν αούτα τα ημέρας, Σα τρία φοράς απάν’, Κανείς τ’ εσόν ανάγκην ‘κι έχ’, Και με τ’ έναν μουντζούναν κόκκινον, Σ’ όλα τα μέρα η ξενιτεία βαρύν έν’ άμα σην Ματσούκαν πολλά βαρύν, Είμ’ ας σο ποντιακόν ρίζαν, Να γονουσεύ’ με τ’ εμέν’ πολλά ημέρας, Έναν Κερεκήν ημέραν. Μερικές φορές παραλείπεται το "να" των βουλητικών και τελικών προτάσεων: π.χ. Πάω άφτω το φουρνίν, φέρον την πιρρίφτεν ας αρχινώ και πιρρίφτω, Κάθ’ κά κεράζω σε έναν ρακίν.

ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: Σίτ’ αναγνώθει, σίτα κλαίει, σίτα κρούει την καρδίαν, Την ώραν ντου ‘κ’ ελέπω σε κάθουμαι κά και κλαίω, Ανάθεμά σε, νε κουτσή, ντο παλαλέσα είσαι, Ν’ ακούω τσοπάν σύριγμαν και κεμεντζές λαλόπον, ‘Κ’ ερχίνεσαν ν’ ευτάγ’νε την χαλβάν, ‘Κ’ εξέρ ’ντο πρέπ’ για να ευτάει, Κ’έτρωαν τ’οψάρα τ’επίανεν ατός ο παλουχτσής, Εκεί εύραν ατον, όντες εδέβεν ο φόβον, Ο Φωστήρτς ο μουχτάρτς είχεν τρανόν μεράχ’ το ‘κ’ έστεκαν ατον παιδία, Οι γεραλαεμέν’ πα επέμ’ναν σα νοσοκομεία ώσνα ‘ίνταν καλά, Ν’ ευτάγ’νε ήνταν λέγω, Ους γιτουρεύκουν και γερλεσεύ’νε σο χωρίον εμουν, Κά ‘κ’ εκάθουσαν να τρών’νε αν ‘κ’ εφάζαν πρώτα τα ζά τουν .

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: Γουρζούλ’ νερόν, αγνέστικά μέρ΄ πάς; Χα, ξαν’ ντ’ έπαθες, νέψα; Κι αούτο ντο έν; Ντ’ άγληγορεις μάνα; Έκ’σες ντό είπα; Ως πότε θα διαρμηνεύ’ς με; Τάη, ντ’ έποικα και διώχ’ς με; Ξαν’ ντ’ έπαθες; Ποίος αραεύ’ με; Πασκίμ ντο εν’ Πόντιεσα;

Ιδιόμορφες λέξεις[επεξεργασία κώδικα]

Σα δίχωτα ευρέθεν, Την σπαθέαν, Κάστρεν απάν’ σον κάστρεν, Ευλογίζ’νε κι όλεν την εχετείαν, Καυκίν μαλαματένεν, Βαθέα νουνιγμέντσα, Εγώ και πώς γαλοφορώ και πώς θα βυζαλίζω, Θεού το μένεμαν, Θεού η στυχαρία, Ση κυρού μ’ τον καιρόν έτον είνας ταλιγανλής, Σ’ υστερ’νόν την έλαν ατ’ ση Σάνταν, Κι εβγάλνε ση μέσεν το σκάνταλον, Και ν’ αμπελώντς και να κλα-δώντς και να γομώντς τον κόσμον, Την Σάββαν 10 Χορτοθερί, Ναϊλί που ‘κι θα ευρίεται, Τ’ άχαρον την κλαίη ‘κ’ εφήν’ , Τα δεντρά έκλισαν τα κλαδία τουν, Αέτς εκόλτσαν ατον Κούκουδα, Κάλεα και νεότεν έφαγαν, Όνταν τζίζ’ το καρδόπο μ’ , Επορεί να τσακανίουμες σα χωράφα, Εδέβασες ατό κά, Η Σημέλα πολλά θρήσκαινα έτον, Οψέ σα βρατέρα κεσ’, Εκόπαν τα συντελέας εμουν, Η Πελαΐα ερούξεν το λετσέκ’ν ατ’ς, Ελύαν τα τσάμιας ατ’ς, Φως τ’ ομμάτα σουν, έρθεν ο Ζάχον, Τ’ ομμάτα σ’ γομάτον φως, Εγώ εντροπέας και χασεμένος όπως έμ’νε, Έσκωσα τ’ άλογον σο τετνάρ, ‘Κ’ έγκ’ ατο ση λογαρίαν, Ίδρωσα κ’ εγένουμ’ κούστ’ νερόν, Ση χαμονής το άκλωστον τ’ αγύριστον την στράταν, Ημ’σοι τ’ ημ’σού επέμνανε, Σός, νέψα, εχύτωσεν .

Τουρκική επίδραση[επεξεργασία κώδικα]

Εταζιρλιάεψεν ατόν ο μωμόγερον, Έζησα σ’ όλα τα τιζένα κ’ εσέβα απέσ’ σα κετίσα τη ζωής, Άλλ’ εύρ’ ατα τογρία κι άλλα πιτίν πιτινέ ανάποδα, Έναν τατ’ ‘κ’ επόρεσα να επαίρ’να, Πώς εζήναν ση Τούρκονος το μιγιάτ αφκά, Να γαρσουλαεύ’ ατο με τ’ ατωρ’νόν το κετίσ’, Όσα φοράς εγονούσεψα με τ’ εκείνον, Είδα κι άλλα μιλέτα κι άλλα κετίσα, Κι υστερ’νά θα χοσλανεύκεται, Βαχούτ’ ‘κι θα χάνω, Η νύφε επουγαλεύτεν, Και στέκ’ σο γιάν ’ , Ντο να λέω σας να ινανεύετε, Το πουίχ’ν ατ’ σην κοτύλαν ατ’, Και καν’νάν ‘κ’ επεγενεύκουτον, Τεΐ εχολάσταν, Θα γουρεύουμε τον χορόν, 20 Καλανταρί, Σάββαν ημέραν, Αλλομίαναν ατός αρίφ’ς, Και έβαλεν το γουντάχ’ σο νερόν, Να σκοτών’ την κεντήν ατ’ , Νέ έτρωεν και νέ έπινεν, Τέρτ’ που ‘κι λαρούται, Σην πολιτείαν λεγ’νε σοεύ’νε σε σίτα πορπατείς και χαπέρ’ ‘ κι παίρ’ς, Τα πλούτ’ ας είναι τη ζεγκίν και συ τ ’εμόν ας είσαι, Με τ’ ατό τ’ ομούτ ζούνε, Χοσ’ εξέρ’ς , Γιοκ, πουλί μ’, να τρώω την ψή σ’, Εβράδυνεν και έμ’ναν σα τικιάνια τη Τσεβιζλούκ .

Ποντιακά επώνυμα[επεξεργασία κώδικα]

Μουρουζάντ’, Αντωνάντ’, Κερμανάντ,Σελιμάντ’, Τσαχουράντ’,Υψηλάντ’, ση Ποπαδάντων,ση Γιαννακάντων, Κέρογλης, Σάρπογλης, Αμιράς, Αλευράς,Φωκάς, Γαλέας, Μανέας, Ζουρνατζής, Καλατζής, Μεταξάς, Καρατζάς, Τριάντης, Χαριτάντης, Μουρούζης και άλλα πολλά.

Βιβλιογραφία[επεξεργασία κώδικα]

  • Άνθιμος Παπαδόπουλος
  • Κώστας-Γιάννης Κανονίδης-Τοπχαράς
  • Βέρα Κεσίδου
  • Ποντιακή Λογοτεχνία