Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανασπαλτος

Ασό Βικιπαίδεια

Ανάσπαλτος = Από το ανασπάλλω 1)Παθ. ο μη λησμονημένος 2)Ενεργ. ο μη λησμονών